- διαπηγνύω
- (Α διαπηγνύω)παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσωαρχ.1. μπήγω, σφηνώνω2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… … Dictionary of Greek
διαπήγνυμι — (Α) βλ. διαπηγνύω … Dictionary of Greek